- περιβομβεῖ
- περιβομβέωbuzzpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)περιβομβέωbuzzpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπεριβομβώ — έω, Α βομβώ μαζί με άλλους, γύρω γύρω, βουίζω γύρω από κάτι μαζί με άλλους («περιβομβεῑ καὶ συμπεριβομβεῑ ἑκούσιον τὸ σμῆνος», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιβομβῶ «βουΐζω ολόγυρα»] … Dictionary of Greek